- ῥαντισμούς
- ῥαντισμόςsprinklingmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιρραντήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που ραίνει γύρω γύρω, που εκτελεί ραντισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιρραίνω + επίθημα τήρ (πρβλ. θερμαν τήρ)] … Dictionary of Greek
περιρραντής — ὁ, Α [περιρραίνω] αξιωματούχος ναού στις Σάρδεις που εκτελούσε ραντισμούς … Dictionary of Greek
ραντιστήρι — το / ῥαντιστήριον, ΝΜΑ 1. δοχείο με διάτρητο πώμα που χρησιμοποιείται για ραντισμό φυτών, λουλουδιών κ.λπ. 2. εκκλ. α) δοχείο το οποίο χρησιμοποιείται για τον ραντισμό τών πιστών με μύρο ή με αγιασμό β) δέσμη βασιλικού ή δεντρολίβανου, με την… … Dictionary of Greek